- ἀπανίσταμαι
- ἀπανίστημιmake rise up and departpres ind mp 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απανίστημι — ἀπανίστημι (Α) κ. ἀπανιστῶ (Μ) 1. κάνω κάποιον να φύγει, διώχνω 2. (απανίσταμαι) αφήνω μία χώρα, μεταναστεύω … Dictionary of Greek